Βλέποντας τις υδατογραφίες της Αλεξάνδρας Κηπουργού είναι σαν να μπαίνεις σε μια μυστηριώδη ανεξερεύνητη γη ένα πρωί που μόλις έχει ξημερώσει και όλα είναι υγρά, και πεντακάθαρα.
Αισθησιακά με μεγάλες δόσεις ρομαντισμού και υπέρτατης αρμονίας τα έργα της είναι μια αποκάλυψη για τον θεατή αλλά και για την ίδια: “Ποτέ δεν ξέρω τι μορφή θα πάρει κάτι που αρχίζω. Οδηγούμαι από το ένστικτο και την συγκίνηση της στιγμής.
Εξάλλου συχνά βλέπουν οι άλλοι στα έργα μου πράγματα που εγώ ούτε καν υποψιάζομαι πως υπάρχουν, και νομίζω ότι αυτή είναι η μαγεία της τέχνης.”
Η Αλεξάνδρα κινείται σε επίπεδα υπερρεαλισμού, χωρίς να χάνει την επαφή της με το πραγματικό. Τα έργα της αποπνέουν ερωτισμό, πάθος, λεπτότητα αλλά και μια τάση απόδρασης από την κοινή παρουσία των πραγμάτων. Την τάση της αυτή προδίδει η απρόσωπη γυναίκα που τα χέρια της χάνονται μέσα στην πνοή του ανέμου, οι «Ψηλές Παπαρούνες» που ενώ υψώνουν τα λυγερά κορμιά τους μέσα από μια οργιαστικά καταπράσινη γη για να λουστούν στο φως ενός χρυσαφένιου ηλίου, τα πέταλά τους φαίνονται να έχουν πέσει και στη θέση τους κοντά στα βελούδινα συμμετρικά κεφάλια τους έχουν φυτρώσει περίεργες αέρινες κεραίες, ο πίνακας
« Alien» όπου στα δικά μου μάτια ένα γεράκι πέφτει αποκαμωμένο αφού έχει ταξιδέψει και έχει χαρεί όλες τις ομορφιές της γης που, τελικά, του άφησαν μόνο το σκυφτό κεφάλι, πνιγμένο μέσα σ’αυτά που ζήτησε κι αγάπησε. Γραφίστρια στο επάγγελμα, η Αλεξάνδρα στη χώρα που μεγάλωσε (τη μακρινή Αυστραλία) και έζησε 30 χρόνια, ήταν υπεύθυνη για το 50% του σχεδίου της καινούργιας σειράς των χαρτονομισμάτων. Στο σχεδιαστήριο του νομισματοκοπείου μαζί με άλλα 4 άτομα είχε την τελική ευθύνη να ετοιμάσει για εκτύπωση. Εκεί ίσως οφείλεται η πειθαρχημένη πινελιά αλλά και η τάση για ελευθερία στην έκφραση που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς της. Τα περισσότερα έργα της είναι σαν να τα διαπερνά μια τρυφερή και ηδονική συνάμα αύρα.
Υπάρχει πνοή, κίνηση, αίσθημα που κυμαίνεται από τα πιο απαλά και εξαϋλωμένα επίπεδα μέχρι τα πιο παθιασμένα και σκοτεινά . Βλέποντας τη δουλειά της που κάθε άλλο παρά ερασιτεχνική μπορεί να θεωρηθεί, απορείς γιατί ασχολείται μόνο τη νύχτα μ’αυτή. Γιατί ο σχεδιασμός των χαρτονομισμάτων, έστω κι’αν ….πληρώνει καλά, παίρνει προτεραιότητα σε κάτι που η Αλεξάνδρα, φανερό είναι, ότι βάζει την ψυχή της.
«Άμα είναι να έλθει αυτή η ώρα, θα το ξέρω» θα πει απλά.
Να και πάλι το ένστικτο σε ενέργεια!
«Η Ελλάδα ίσως μου δείξει το δρόμο» θα προσθέσει εννοώντας το 6αμηνο ταξίδι της στην Ελλάδα, και βάζοντας πάλι την πινελιά του πραγματικού στο αφηρημένο.
Βίβιαν Μόρρις
20 Απριλίου 2000
Guided by instinct and the emotion of the moment
Experiencing Alexandra Kipourgo’s watercolors feels like stepping into a mysterious, untouched land at dawn—when everything is still wet with dew and gleaming with crystal clarity. Her art, infused with sensuality, romanticism, and a profound sense of harmony, reveals itself both to the viewer and to the artist herself. “I never know what shape something will take when I begin,” she says. “I’m guided by instinct and the emotion of the moment. Often, people see things in my work that I never intended—and that’s the magic of art.”
Alexandra navigates the realm of surrealism without ever losing touch with reality. Her paintings radiate eroticism, passion, and delicacy, yet they also express a longing to break free from the ordinary. This yearning is visible in the faceless woman whose hands disappear into the breath of the wind; in the Tall Poppies, stretching their slender stems through lush green earth toward the golden sun, their petals fallen away and replaced with strange, antenna-like forms near their soft, symmetrical heads; and in Alien, where a hawk appears to have plunged, weary from a journey across the world’s beauty—now bowing its head, overwhelmed by what it once sought and loved.
Professionally, Alexandra is a graphic designer who played a major role in the creation of her home country’s new banknotes—Australia, where she lived for 30 years. As part of a five-member team at the national mint, she was directly responsible for bringing the designs to print. Perhaps it’s this background that lends her painting both its disciplined brushwork and its desire for expressive freedom.
Most of her works exude a tender yet sensual aura. There is breath, movement, and emotion—ranging from the softest abstraction to the most intense darkness. Viewing her art, which is far from amateur, one might wonder why she only paints at night. The answer is simple: designing currency, while lucrative, still takes precedence over the passion she pours her soul into.
“If the time comes, I’ll know,” she says quietly.
Once again, instinct leads the way.
“Greece may show me the path,” she adds, referring to a six-month journey she took there—another brushstroke of the real painted into the abstract.
Vivian Morris
20 April 2000